επέλαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επέλαση οι επελάσεις
      γενική της επέλασης* των επελάσεων
    αιτιατική την επέλαση τις επελάσεις
     κλητική επέλαση επελάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επελάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επέλαση < (ελληνιστική κοινή) ἐπέλασις < αρχαία ελληνική ἐπελαύνω

Ουσιαστικό

επέλαση θηλυκό

  • (λόγιο) η ορμητική επίθεση (κυρίως ιππικού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.