ελαχιστοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ελαχιστοποιώ < αναδρομικός σχηματισμός από ελαχιστο(ποίησις) + -ποιώ, απόδοση για τη γαλλική minimiser [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.la.çi.sto.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελασιστοποιώ

Ρήμα

ελαχιστοποιώ, αόρ.: ελαχιστοποίησα, παθ.φωνή: ελαχιστοποιούμαι, π.αόρ.: ελαχιστοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ελαχιστοποιημένος

Αντώνυμα

Κλίση

  • Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.