κόκκινο ελάφι

Νέα ελληνικά (el)

Αρσενικό κόκκινο ελάφι. Τα κέρατα κατά την περίοδο ανάπτυξης καλύπτονται από χνουδωτό προστατευτικό δέρμα, το οποίο παρέχει αιμάτωση, οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά.

Πολυλεκτικός όρος

ουδέτερο

  • Red deer στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.