ελασματοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελασματοειδής | η | ελασματοειδής | το | ελασματοειδές |
| γενική | του | ελασματοειδούς* | της | ελασματοειδούς | του | ελασματοειδούς |
| αιτιατική | τον | ελασματοειδή | την | ελασματοειδή | το | ελασματοειδές |
| κλητική | ελασματοειδή(ς) | ελασματοειδής | ελασματοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελασματοειδείς | οι | ελασματοειδείς | τα | ελασματοειδή |
| γενική | των | ελασματοειδών | των | ελασματοειδών | των | ελασματοειδών |
| αιτιατική | τους | ελασματοειδείς | τις | ελασματοειδείς | τα | ελασματοειδή |
| κλητική | ελασματοειδείς | ελασματοειδείς | ελασματοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελασματοειδής < έλασμα + -ο- + -ειδής < ελληνιστική κοινή ἔλασμα < αρχαία ελληνική ἐλαύνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁el- (κινώ, οδηγώ, πηγαίνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.la.zma.to.iˈðis/
Μεταφράσεις
ελασματοειδής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.