εκχιονιστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκχιονιστήρας | οι | εκχιονιστήρες |
| γενική | του | εκχιονιστήρα | των | εκχιονιστήρων |
| αιτιατική | τον | εκχιονιστήρα | τους | εκχιονιστήρες |
| κλητική | εκχιονιστήρα | εκχιονιστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

εκχιονιστήρες (1)
Ουσιαστικό
εκχιονιστήρας αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.