εκφυλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκφυλιστικός | η | εκφυλιστική | το | εκφυλιστικό |
| γενική | του | εκφυλιστικού | της | εκφυλιστικής | του | εκφυλιστικού |
| αιτιατική | τον | εκφυλιστικό | την | εκφυλιστική | το | εκφυλιστικό |
| κλητική | εκφυλιστικέ | εκφυλιστική | εκφυλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκφυλιστικοί | οι | εκφυλιστικές | τα | εκφυλιστικά |
| γενική | των | εκφυλιστικών | των | εκφυλιστικών | των | εκφυλιστικών |
| αιτιατική | τους | εκφυλιστικούς | τις | εκφυλιστικές | τα | εκφυλιστικά |
| κλητική | εκφυλιστικοί | εκφυλιστικές | εκφυλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκφυλιστικός < εκφυλίζομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.fi.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φυ‐λι‐στι‐κός
Επίθετο
εκφυλιστικός, -ή, -ό
- που προκαλεί εκφυλισμό
- εκφυλιστικά νοσήματα
- εκφυλιστικά σύνδρομα
- εκφυλιστικές αλλοιώσεις
- εκφυλιστική άνοια
- εκφυλιστική νόσος
- που έχει σχέση με τον εκφυλισμό
- εκφυλιστικά φαινόμενα
- εκφυλιστικός τρόπος ζωής
- τα εκφυλιστικά αίτια της οσφυαλγίας
- (φυσική) που έχει σχέση με υπέρμετρη βαρυτική πίεση ή συμπίεση
- εκφυλιστική πίεση
- εκφυλιστική σύντηξη
- εκφυλιστική σχάση
- εκφυλιστική τροχιακή διάταξη
- εκφυλιστική ταλάντωση
- εκφυλιστικός συντονισμός
- εκφυλιστική δυναμική ενέργεια
- εκφυλιστικά φαινόμενα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
εκφυλιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.