έκφυλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκφυλος η έκφυλη το έκφυλο
      γενική του έκφυλου της έκφυλης του έκφυλου
    αιτιατική τον έκφυλο την έκφυλη το έκφυλο
     κλητική έκφυλε έκφυλη έκφυλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκφυλοι οι έκφυλες τα έκφυλα
      γενική των έκφυλων των έκφυλων των έκφυλων
    αιτιατική τους έκφυλους τις έκφυλες τα έκφυλα
     κλητική έκφυλοι έκφυλες έκφυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκφυλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκφυλος (αφύσικος) < ἐκ + φῦλον, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dégénéré.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε έκ- + φύλ(ο) + -ος. [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈek.fi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκφυλος

Επίθετο

έκφυλος, -η, -ο

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φύλο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. έκφυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.