εκφυλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκφυλίζω < (καθαρεύουσα) ἐκφυλίζω. Αναλύεται σε εκ- + φύλ(ο) + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dégénérer)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.fiˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐φυ‐λί‐ζω
Ρήμα
εκφυλίζω, αόρ.: εκφύλισα, παθ.φωνή: εκφυλίζομαι, π.αόρ.: εκφυλίστηκα, μτχ.π.π.: εκφυλισμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκφυλίζω | εκφύλιζα | θα εκφυλίζω | να εκφυλίζω | εκφυλίζοντας | |
| β' ενικ. | εκφυλίζεις | εκφύλιζες | θα εκφυλίζεις | να εκφυλίζεις | εκφύλιζε | |
| γ' ενικ. | εκφυλίζει | εκφύλιζε | θα εκφυλίζει | να εκφυλίζει | ||
| α' πληθ. | εκφυλίζουμε | εκφυλίζαμε | θα εκφυλίζουμε | να εκφυλίζουμε | ||
| β' πληθ. | εκφυλίζετε | εκφυλίζατε | θα εκφυλίζετε | να εκφυλίζετε | εκφυλίζετε | |
| γ' πληθ. | εκφυλίζουν(ε) | εκφύλιζαν εκφυλίζαν(ε) |
θα εκφυλίζουν(ε) | να εκφυλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκφύλισα | θα εκφυλίσω | να εκφυλίσω | εκφυλίσει | ||
| β' ενικ. | εκφύλισες | θα εκφυλίσεις | να εκφυλίσεις | εκφύλισε | ||
| γ' ενικ. | εκφύλισε | θα εκφυλίσει | να εκφυλίσει | |||
| α' πληθ. | εκφυλίσαμε | θα εκφυλίσουμε | να εκφυλίσουμε | |||
| β' πληθ. | εκφυλίσατε | θα εκφυλίσετε | να εκφυλίσετε | εκφυλίστε | ||
| γ' πληθ. | εκφύλισαν εκφυλίσαν(ε) |
θα εκφυλίσουν(ε) | να εκφυλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκφυλίσει | είχα εκφυλίσει | θα έχω εκφυλίσει | να έχω εκφυλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκφυλίσει | είχες εκφυλίσει | θα έχεις εκφυλίσει | να έχεις εκφυλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκφυλίσει | είχε εκφυλίσει | θα έχει εκφυλίσει | να έχει εκφυλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκφυλίσει | είχαμε εκφυλίσει | θα έχουμε εκφυλίσει | να έχουμε εκφυλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκφυλίσει | είχατε εκφυλίσει | θα έχετε εκφυλίσει | να έχετε εκφυλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκφυλίσει | είχαν εκφυλίσει | θα έχουν εκφυλίσει | να έχουν εκφυλίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκφυλίζομαι | εκφυλιζόμουν(α) | θα εκφυλίζομαι | να εκφυλίζομαι | ||
| β' ενικ. | εκφυλίζεσαι | εκφυλιζόσουν(α) | θα εκφυλίζεσαι | να εκφυλίζεσαι | (εκφυλίζου) | |
| γ' ενικ. | εκφυλίζεται | εκφυλιζόταν(ε) | θα εκφυλίζεται | να εκφυλίζεται | ||
| α' πληθ. | εκφυλιζόμαστε | εκφυλιζόμαστε εκφυλιζόμασταν |
θα εκφυλιζόμαστε | να εκφυλιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εκφυλίζεστε | εκφυλιζόσαστε εκφυλιζόσασταν |
θα εκφυλίζεστε | να εκφυλίζεστε | (εκφυλίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εκφυλίζονται | εκφυλίζονταν εκφυλιζόντουσαν |
θα εκφυλίζονται | να εκφυλίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκφυλίστηκα | θα εκφυλιστώ | να εκφυλιστώ | εκφυλιστεί | ||
| β' ενικ. | εκφυλίστηκες | θα εκφυλιστείς | να εκφυλιστείς | εκφυλίσου | ||
| γ' ενικ. | εκφυλίστηκε | θα εκφυλιστεί | να εκφυλιστεί | |||
| α' πληθ. | εκφυλιστήκαμε | θα εκφυλιστούμε | να εκφυλιστούμε | |||
| β' πληθ. | εκφυλιστήκατε | θα εκφυλιστείτε | να εκφυλιστείτε | εκφυλιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εκφυλίστηκαν εκφυλιστήκαν(ε) |
θα εκφυλιστούν(ε) | να εκφυλιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκφυλιστεί | είχα εκφυλιστεί | θα έχω εκφυλιστεί | να έχω εκφυλιστεί | εκφυλισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκφυλιστεί | είχες εκφυλιστεί | θα έχεις εκφυλιστεί | να έχεις εκφυλιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκφυλιστεί | είχε εκφυλιστεί | θα έχει εκφυλιστεί | να έχει εκφυλιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκφυλιστεί | είχαμε εκφυλιστεί | θα έχουμε εκφυλιστεί | να έχουμε εκφυλιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκφυλιστεί | είχατε εκφυλιστεί | θα έχετε εκφυλιστεί | να έχετε εκφυλιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκφυλιστεί | είχαν εκφυλιστεί | θα έχουν εκφυλιστεί | να έχουν εκφυλιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκφυλισμένος - είμαστε, είστε, είναι εκφυλισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκφυλισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκφυλισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκφυλισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκφυλισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκφυλισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκφυλισμένοι | |||||
Αναφορές
- εκφυλίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.