εκτοπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτοπισμένος | η | εκτοπισμένη | το | εκτοπισμένο |
| γενική | του | εκτοπισμένου | της | εκτοπισμένης | του | εκτοπισμένου |
| αιτιατική | τον | εκτοπισμένο | την | εκτοπισμένη | το | εκτοπισμένο |
| κλητική | εκτοπισμένε | εκτοπισμένη | εκτοπισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτοπισμένοι | οι | εκτοπισμένες | τα | εκτοπισμένα |
| γενική | των | εκτοπισμένων | των | εκτοπισμένων | των | εκτοπισμένων |
| αιτιατική | τους | εκτοπισμένους | τις | εκτοπισμένες | τα | εκτοπισμένα |
| κλητική | εκτοπισμένοι | εκτοπισμένες | εκτοπισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκτοπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτοπίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.to.piˈzme.nos/
Μετοχή
εκτοπισμένος -η -ο
- που έχει εκτοπιστεί, τον έχουν αναγκάσει να αλλάξει τόπο διαμονής, συνήθως σε μέρος απομονωμένο λόγω των πολιτικών του φρονημάτων
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.