εκτοξευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκτοξευμένος | η | εκτοξευμένη | το | εκτοξευμένο |
| γενική | του | εκτοξευμένου | της | εκτοξευμένης | του | εκτοξευμένου |
| αιτιατική | τον | εκτοξευμένο | την | εκτοξευμένη | το | εκτοξευμένο |
| κλητική | εκτοξευμένε | εκτοξευμένη | εκτοξευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκτοξευμένοι | οι | εκτοξευμένες | τα | εκτοξευμένα |
| γενική | των | εκτοξευμένων | των | εκτοξευμένων | των | εκτοξευμένων |
| αιτιατική | τους | εκτοξευμένους | τις | εκτοξευμένες | τα | εκτοξευμένα |
| κλητική | εκτοξευμένοι | εκτοξευμένες | εκτοξευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kto.ksevˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κτο‐ξευ‐μέ‐νος
- παλιότερος συλλαβισμός : εκ‐το‐ξευ‐μέ‐νος
Μεταφράσεις
εκτοξευμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.