εκρηκτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκρηκτικό | τα | εκρηκτικά |
| γενική | του | εκρηκτικού | των | εκρηκτικών |
| αιτιατική | το | εκρηκτικό | τα | εκρηκτικά |
| κλητική | εκρηκτικό | εκρηκτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκρηκτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εκρηκτικός
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εκρηκτικό
- αιτιατική ενικού του εκρηκτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του εκρηκτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.