εκλειπτική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλειπτική οι εκλειπτικές
      γενική της εκλειπτικής των εκλειπτικών
    αιτιατική την εκλειπτική τις εκλειπτικές
     κλητική εκλειπτική εκλειπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκλειπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εκλειπτικός (εκλειπτική τροχιά)

Ουσιαστικό

εκλειπτική θηλυκό

  • (αστρονομία) η νοητή γραμμή (και το αντίστοιχο επίπεδο) που διαγράφει ο ήλιος κατά τη φαινομενική ετήσια κίνησή του γύρω από τη γη (το επίπεδο αυτό ταυτίζεται με το επίπεδο της πραγματικής κίνησης της γης γύρω από τον ήλιο)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.