εκλειπτική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκλειπτική | οι | εκλειπτικές |
| γενική | της | εκλειπτικής | των | εκλειπτικών |
| αιτιατική | την | εκλειπτική | τις | εκλειπτικές |
| κλητική | εκλειπτική | εκλειπτικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκλειπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου εκλειπτικός (εκλειπτική τροχιά)
Ουσιαστικό
εκλειπτική θηλυκό
Συγγενικά
- εκλειπτικός
- → δείτε τις λέξεις εκλείπω και λείπω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.