εκκαθαριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκκαθαριστικός | η | εκκαθαριστική | το | εκκαθαριστικό |
| γενική | του | εκκαθαριστικού | της | εκκαθαριστικής | του | εκκαθαριστικού |
| αιτιατική | τον | εκκαθαριστικό | την | εκκαθαριστική | το | εκκαθαριστικό |
| κλητική | εκκαθαριστικέ | εκκαθαριστική | εκκαθαριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκκαθαριστικοί | οι | εκκαθαριστικές | τα | εκκαθαριστικά |
| γενική | των | εκκαθαριστικών | των | εκκαθαριστικών | των | εκκαθαριστικών |
| αιτιατική | τους | εκκαθαριστικούς | τις | εκκαθαριστικές | τα | εκκαθαριστικά |
| κλητική | εκκαθαριστικοί | εκκαθαριστικές | εκκαθαριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκκαθαριστικός < εκκαθαριστής + -ικός
Επίθετο
εκκαθαριστικός
- ο σχετικός με τον εκκαθαριστή και την εκκαθάριση
- (ουσιαστικοποιημένο) εκκαθαριστικό
Πολυλεκτικοί όροι
- εκκαθαριστικές επιχειρήσεις: (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικές επιχειρήσεις για την εκδίωξη και των υπολοίπων αντπάλων δυνάμεων
- εκκαθαριστικό σημείωμα:
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις εκκαθαρίζω, καθαρίζω και καθαρός
Μεταφράσεις
εκκαθαριστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.