εκκαθαριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκαθαριστικός η εκκαθαριστική το εκκαθαριστικό
      γενική του εκκαθαριστικού της εκκαθαριστικής του εκκαθαριστικού
    αιτιατική τον εκκαθαριστικό την εκκαθαριστική το εκκαθαριστικό
     κλητική εκκαθαριστικέ εκκαθαριστική εκκαθαριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκαθαριστικοί οι εκκαθαριστικές τα εκκαθαριστικά
      γενική των εκκαθαριστικών των εκκαθαριστικών των εκκαθαριστικών
    αιτιατική τους εκκαθαριστικούς τις εκκαθαριστικές τα εκκαθαριστικά
     κλητική εκκαθαριστικοί εκκαθαριστικές εκκαθαριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκκαθαριστικός < εκκαθαριστής + -ικός

Επίθετο

εκκαθαριστικός

  1. ο σχετικός με τον εκκαθαριστή και την εκκαθάριση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) εκκαθαριστικό

Πολυλεκτικοί όροι

  • εκκαθαριστικές επιχειρήσεις: (στρατιωτικός όρος) στρατιωτικές επιχειρήσεις για την εκδίωξη και των υπολοίπων αντπάλων δυνάμεων
  • εκκαθαριστικό σημείωμα:
     συνώνυμα: εκκαθαριστικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.