εκδούλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδούλευση οι εκδουλεύσεις
      γενική της εκδούλευσης* των εκδουλεύσεων
    αιτιατική την εκδούλευση τις εκδουλεύσεις
     κλητική εκδούλευση εκδουλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδουλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκδούλευση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐκδούλευ(σις) (σκλάβωμα) + -ση < ἐκδουλεύω < ἐκ (εκ-) + αρχαία ελληνική δουλεύω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική service[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ekˈðu.lef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκδούλευση

Ουσιαστικό

εκδούλευση θηλυκό

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.