εκδούλεψη

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. χρειάζεται παραθέματα.


Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδούλεψη οι εκδουλέψεις
      γενική της εκδούλεψης των εκδουλέψεων
    αιτιατική την εκδούλεψη τις εκδουλέψεις
     κλητική εκδούλεψη εκδουλέψεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκδούλεψη < εκδούλευσ(ση) με κατάληξη της δημοτικής -ψη

Προφορά

ΔΦΑ : /ekˈðu.le.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκδούλεψη

Ουσιαστικό

εκδούλεψη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.