εισφοροδιαφυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εισφοροδιαφυγή | οι | εισφοροδιαφυγές |
| γενική | της | εισφοροδιαφυγής | των | εισφοροδιαφυγών |
| αιτιατική | την | εισφοροδιαφυγή | τις | εισφοροδιαφυγές |
| κλητική | εισφοροδιαφυγή | εισφοροδιαφυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εισφοροδιαφυγή θηλυκό
Μεταφράσεις
εισφοροδιαφυγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.