εισφοροδιαφυγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισφοροδιαφυγή οι εισφοροδιαφυγές
      γενική της εισφοροδιαφυγής των εισφοροδιαφυγών
    αιτιατική την εισφοροδιαφυγή τις εισφοροδιαφυγές
     κλητική εισφοροδιαφυγή εισφοροδιαφυγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισφοροδιαφυγή < εισφορά + -ο- + διαφυγή

Ουσιαστικό

εισφοροδιαφυγή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.