διαφυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαφυγή | οι | διαφυγές |
| γενική | της | διαφυγής | των | διαφυγών |
| αιτιατική | τη | διαφυγή | τις | διαφυγές |
| κλητική | διαφυγή | διαφυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαφυγή < αρχαία ελληνική διαφυγή < διά + φυγή < φεύγω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.