εισιτηριοδιαφυγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εισιτηριοδιαφυγή | οι | εισιτηριοδιαφυγές |
| γενική | της | εισιτηριοδιαφυγής | των | εισιτηριοδιαφυγών |
| αιτιατική | την | εισιτηριοδιαφυγή | τις | εισιτηριοδιαφυγές |
| κλητική | εισιτηριοδιαφυγή | εισιτηριοδιαφυγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εισιτηριοδιαφυγή < εισιτήρι(ο) + -ο- + διαφυγή
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.si.ti.ɾi.o.ði̯a.fiˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σι‐τή‐ρι‐ο‐δι‐α‐φυ‐γή
Ουσιαστικό
εισιτηριοδιαφυγή θηλυκό
- (νεολογισμός) η απώλεια εσόδων λόγω μη έκδοσης εισιτηρίων από τους επιβάτες
- ※ Σήμερα πολλά εκδοτήρια σταθμών της πρώην ΗΣΑΠ είτε υπολειτουργούν, είτε είναι εντελώς κλειστά, με αποτέλεσμα την τεράστια εισιτηριοδιαφυγή ή και εισιτηριοαποφυγή, και τούτο όχι με αποκλειστική ευθύνη των επιβατών. (*)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.