αλληλοδιείσδυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοδιείσδυση οι αλληλοδιεισδύσεις
      γενική της αλληλοδιείσδυσης* των αλληλοδιεισδύσεων
    αιτιατική την αλληλοδιείσδυση τις αλληλοδιεισδύσεις
     κλητική αλληλοδιείσδυση αλληλοδιεισδύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοδιεισδύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοδιείσδυση < αλληλο- + διείσδυση

Ουσιαστικό

αλληλοδιείσδυση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.