είσδυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | είσδυση | οι | εισδύσεις |
| γενική | της | είσδυσης* | των | εισδύσεων |
| αιτιατική | την | είσδυση | τις | εισδύσεις |
| κλητική | είσδυση | εισδύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εισδύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- είσδυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἴσδυ(σις) + -ση < → δείτε τη λέξη εἰσδύνω < εἰς + δύνω / δύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈiz.ði.si/ [1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : είσ‐δυ‐ση
Σύνθετα
Μεταφράσεις
είσδυση
|
Αναφορές
- είσδυση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.