εξάγομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξάγομαι < παθητική φωνή του ρήματος εξάγω < αρχαία ελληνική εξάγομαι < ἐξ + ἄγω

Ρήμα

εξάγομαι, πρτ.: εξαγόμουν, στ.μέλλ.: θα εξαχθώ, αόρ.: εξάχθηκα, μτχ.π.π.: εξηγμένος, μτχ. εν. εξαγόμενος

  1. εξέρχομαι, βγαίνω από κάπου (για προϊόντα, δόντια κ.λπ. άψυχα)
    το λάδι της Καλαμάτας εξάγεται στη Γαλλία
    το δόντι εξάγεται από τον οδοντίατρο
  2. (για συλλογισμούς) βγαίνω
    από πού εξάγεται αυτό το συμπέρασμα;
    εξάγεται το αποτέλεσμα μιας αριθμητικής πράξης

Συγγενικά


Αντώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.