εἴλω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

εἴλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *uelHu-. Συγγενές με το (λατινικά) volvo και το (παλαιά αρμενικά) գելում

Ρήμα

εἴλω

  1. στρίβω
  2. συμπιέζω
  3. συστέλλω
  4. ωθώ, συνωθώ, απωθώ
  5. χτυπώ

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.