ειδοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ειδοποιός το ειδοποιό
      γενική του/της ειδοποιού του ειδοποιού
    αιτιατική τον/την ειδοποιό το ειδοποιό
     κλητική ειδοποιέ ειδοποιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδοποιοί τα ειδοποιά
      γενική των ειδοποιών των ειδοποιών
    αιτιατική τους/τις ειδοποιούς τα ειδοποιά
     κλητική ειδοποιοί ειδοποιά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «ειδοποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ειδοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εἰδοποιός (που συνιστά ένα είδος) < εἶδος + -ποιός ποιέω

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ðo.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ειδοποιός

Επίθετο

ειδοποιός, -ός, -ό

Πολυλεκτικοί όροι

  • ειδοποιός διαφορά: η χαρακτηριστική διαφορά που ξεχωρίζει τα μέλη ενός είδους από τα μέλη άλλων ειδών που ανήκουν στο ίδιο γένος
    ποια είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου;

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.