ειδοποιητήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειδοποιητήριος η ειδοποιητήρια το ειδοποιητήριο
      γενική του ειδοποιητήριου της ειδοποιητήριας του ειδοποιητήριου
    αιτιατική τον ειδοποιητήριο την ειδοποιητήρια το ειδοποιητήριο
     κλητική ειδοποιητήριε ειδοποιητήρια ειδοποιητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειδοποιητήριοι οι ειδοποιητήριες τα ειδοποιητήρια
      γενική των ειδοποιητήριων των ειδοποιητήριων των ειδοποιητήριων
    αιτιατική τους ειδοποιητήριους τις ειδοποιητήριες τα ειδοποιητήρια
     κλητική ειδοποιητήριοι ειδοποιητήριες ειδοποιητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ειδοποιητήριος < ειδοποιώ + -τήριος

Επίθετο

ειδοποιητήριος

  1. που γίνεται για να ειδοποιήσει, μέσω του οποίου γίνεται η ειδοποίηση
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ειδοποιητήριο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.