ειδοποιητήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειδοποιητήριος | η | ειδοποιητήρια | το | ειδοποιητήριο |
| γενική | του | ειδοποιητήριου | της | ειδοποιητήριας | του | ειδοποιητήριου |
| αιτιατική | τον | ειδοποιητήριο | την | ειδοποιητήρια | το | ειδοποιητήριο |
| κλητική | ειδοποιητήριε | ειδοποιητήρια | ειδοποιητήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειδοποιητήριοι | οι | ειδοποιητήριες | τα | ειδοποιητήρια |
| γενική | των | ειδοποιητήριων | των | ειδοποιητήριων | των | ειδοποιητήριων |
| αιτιατική | τους | ειδοποιητήριους | τις | ειδοποιητήριες | τα | ειδοποιητήρια |
| κλητική | ειδοποιητήριοι | ειδοποιητήριες | ειδοποιητήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ειδοποιητήριος
- που γίνεται για να ειδοποιήσει, μέσω του οποίου γίνεται η ειδοποίηση
- (ουσιαστικοποιημένο) ειδοποιητήριο
Μεταφράσεις
ειδοποιητήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.