ειδοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ειδοποιητικός | η | ειδοποιητική | το | ειδοποιητικό |
| γενική | του | ειδοποιητικού | της | ειδοποιητικής | του | ειδοποιητικού |
| αιτιατική | τον | ειδοποιητικό | την | ειδοποιητική | το | ειδοποιητικό |
| κλητική | ειδοποιητικέ | ειδοποιητική | ειδοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ειδοποιητικοί | οι | ειδοποιητικές | τα | ειδοποιητικά |
| γενική | των | ειδοποιητικών | των | ειδοποιητικών | των | ειδοποιητικών |
| αιτιατική | τους | ειδοποιητικούς | τις | ειδοποιητικές | τα | ειδοποιητικά |
| κλητική | ειδοποιητικοί | ειδοποιητικές | ειδοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ειδοποιητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.