εθνοκάθαρση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνοκάθαρση οι εθνοκαθάρσεις
      γενική της εθνοκάθαρσης* των εθνοκαθάρσεων
    αιτιατική την εθνοκάθαρση τις εθνοκαθάρσεις
     κλητική εθνοκάθαρση εθνοκαθάρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εθνοκαθάρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εθνοκάθαρση < έθνος + κάθαρση

Ουσιαστικό

εθνοκάθαρση θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.