εθνοκάθαρση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εθνοκάθαρση | οι | εθνοκαθάρσεις |
| γενική | της | εθνοκάθαρσης* | των | εθνοκαθάρσεων |
| αιτιατική | την | εθνοκάθαρση | τις | εθνοκαθάρσεις |
| κλητική | εθνοκάθαρση | εθνοκαθάρσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εθνοκαθάρσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εθνοκάθαρση θηλυκό
- η συστηματική προσπάθεια μετακίνησης, εκδίωξης, απέλασης ή εκτοπισμού, με βίαια και εκφοβιστικά μέσα και με τρόπο μαζικό, των μελών μιας εθνικής ομάδας ή μειονότητας από μια χώρα ή περιοχή, με σκοπό την επίτευξη εθνικής πληθυσμιακής ομοιογένειας
- Εθνοκάθαρση από τζιχαντιστές στο Ιράκ καταγγέλλει η Διεθνής Αμνηστία (*)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εθνοκάθαρση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.