εκτοπισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκτοπισμός | οι | εκτοπισμοί |
| γενική | του | εκτοπισμού | των | εκτοπισμών |
| αιτιατική | τον | εκτοπισμό | τους | εκτοπισμούς |
| κλητική | εκτοπισμέ | εκτοπισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.