τζιχαντιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζιχαντιστής οι τζιχαντιστές
      γενική του τζιχαντιστή των τζιχαντιστών
    αιτιατική τον τζιχαντιστή τους τζιχαντιστές
     κλητική τζιχαντιστή τζιχαντιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζιχαντιστής < τζιχάντ + -ιστής

Ουσιαστικό

τζιχαντιστής αρσενικό

  1. (ισλαμισμός) μουσουλμάνος που επιδιώκει τη τζιχάντ
  2. (συνεκδοχικά) φανατικός, εξτρεμιστής ή φονταμενταλιστής μουσουλμάνος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.