εγκλιματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκλιματισμένος | η | εγκλιματισμένη | το | εγκλιματισμένο |
| γενική | του | εγκλιματισμένου | της | εγκλιματισμένης | του | εγκλιματισμένου |
| αιτιατική | τον | εγκλιματισμένο | την | εγκλιματισμένη | το | εγκλιματισμένο |
| κλητική | εγκλιματισμένε | εγκλιματισμένη | εγκλιματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκλιματισμένοι | οι | εγκλιματισμένες | τα | εγκλιματισμένα |
| γενική | των | εγκλιματισμένων | των | εγκλιματισμένων | των | εγκλιματισμένων |
| αιτιατική | τους | εγκλιματισμένους | τις | εγκλιματισμένες | τα | εγκλιματισμένα |
| κλητική | εγκλιματισμένοι | εγκλιματισμένες | εγκλιματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκλιματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκλιματίζω
Μετοχή
εγκλιματισμένος, -η, -ο
- που έχει εγκλιματιστεί, που έχει προσαρμοστεί τέλεια σε ένα νέο περιβάλλον
Μεταφράσεις
εγκλιματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.