εγκλιματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εγκλιματίζω, παθ. φωνή: εγκλιματίζομαι, παθ. μτχ.: εγκλιματισμένος
- ενεργώ ώστε ένας οργανισμός να προσαρμοστεί σε ένα νέο και ξένο για αυτόν φυσικό περιβάλλον με διαφορετικό κλίμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εγκλιματίζω | εγκλιμάτιζα | θα εγκλιματίζω | να εγκλιματίζω | εγκλιματίζοντας | |
| β' ενικ. | εγκλιματίζεις | εγκλιμάτιζες | θα εγκλιματίζεις | να εγκλιματίζεις | εγκλιμάτιζε | |
| γ' ενικ. | εγκλιματίζει | εγκλιμάτιζε | θα εγκλιματίζει | να εγκλιματίζει | ||
| α' πληθ. | εγκλιματίζουμε | εγκλιματίζαμε | θα εγκλιματίζουμε | να εγκλιματίζουμε | ||
| β' πληθ. | εγκλιματίζετε | εγκλιματίζατε | θα εγκλιματίζετε | να εγκλιματίζετε | εγκλιματίζετε | |
| γ' πληθ. | εγκλιματίζουν(ε) | εγκλιμάτιζαν εγκλιματίζαν(ε) |
θα εγκλιματίζουν(ε) | να εγκλιματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εγκλιμάτισα | θα εγκλιματίσω | να εγκλιματίσω | εγκλιματίσει | ||
| β' ενικ. | εγκλιμάτισες | θα εγκλιματίσεις | να εγκλιματίσεις | εγκλιμάτισε | ||
| γ' ενικ. | εγκλιμάτισε | θα εγκλιματίσει | να εγκλιματίσει | |||
| α' πληθ. | εγκλιματίσαμε | θα εγκλιματίσουμε | να εγκλιματίσουμε | |||
| β' πληθ. | εγκλιματίσατε | θα εγκλιματίσετε | να εγκλιματίσετε | εγκλιματίστε | ||
| γ' πληθ. | εγκλιμάτισαν εγκλιματίσαν(ε) |
θα εγκλιματίσουν(ε) | να εγκλιματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εγκλιματίσει | είχα εγκλιματίσει | θα έχω εγκλιματίσει | να έχω εγκλιματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εγκλιματίσει | είχες εγκλιματίσει | θα έχεις εγκλιματίσει | να έχεις εγκλιματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εγκλιματίσει | είχε εγκλιματίσει | θα έχει εγκλιματίσει | να έχει εγκλιματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εγκλιματίσει | είχαμε εγκλιματίσει | θα έχουμε εγκλιματίσει | να έχουμε εγκλιματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εγκλιματίσει | είχατε εγκλιματίσει | θα έχετε εγκλιματίσει | να έχετε εγκλιματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εγκλιματίσει | είχαν εγκλιματίσει | θα έχουν εγκλιματίσει | να έχουν εγκλιματίσει |
| |
Μεταφράσεις
εγκλιματίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.