εγκληματίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | εγκληματίας | οι | εγκληματίες |
| γενική | του/της | εγκληματία | των | εγκληματιών |
| αιτιατική | τον/την | εγκληματία | τους/τις | εγκληματίες |
| κλητική | εγκληματία | εγκληματίες | ||
| Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας». | ||||
| Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.ɡli.maˈti.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκλη‐μα‐τί‐ας
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κλη‐μα‐τί‐ας
Ουσιαστικό
εγκληματίας αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει αποδεδειγμένα διαπράξει έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
- (μεταφορικά, σε σχήμα υπερβολής) που έχει κάνει κάτι ηθικά απαράδεκτο
Πολυλεκτικοί Όροι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- εγκληματίας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.