εγκληματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εγκληματίας οι εγκληματίες
      γενική του/της εγκληματία των εγκληματιών
    αιτιατική τον/την εγκληματία τους/τις εγκληματίες
     κλητική εγκληματία εγκληματίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκληματίας < (έγκλημα) εγκληματ- + -ίας[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɡli.maˈti.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκληματίας
παλιότερος συλλαβισμός: εγκληματίας

Ουσιαστικό

εγκληματίας αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει αποδεδειγμένα διαπράξει έγκλημα, βαρύ ποινικό αδίκημα
  2. (μεταφορικά, σε σχήμα υπερβολής) που έχει κάνει κάτι ηθικά απαράδεκτο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί Όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.