εγκαρδιωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγκαρδιωτικός | η | εγκαρδιωτική | το | εγκαρδιωτικό |
| γενική | του | εγκαρδιωτικού | της | εγκαρδιωτικής | του | εγκαρδιωτικού |
| αιτιατική | τον | εγκαρδιωτικό | την | εγκαρδιωτική | το | εγκαρδιωτικό |
| κλητική | εγκαρδιωτικέ | εγκαρδιωτική | εγκαρδιωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγκαρδιωτικοί | οι | εγκαρδιωτικές | τα | εγκαρδιωτικά |
| γενική | των | εγκαρδιωτικών | των | εγκαρδιωτικών | των | εγκαρδιωτικών |
| αιτιατική | τους | εγκαρδιωτικούς | τις | εγκαρδιωτικές | τα | εγκαρδιωτικά |
| κλητική | εγκαρδιωτικοί | εγκαρδιωτικές | εγκαρδιωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγκαρδιωτικός < εγκαρδιώνω + -τικός
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- εγκαρδιωτικά
- → δείτε τη λέξη καρδιά
Μεταφράσεις
εγκαρδιωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.