εγκαρδιωτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγκαρδιωτικά < εγκαρδιωτικός + -ά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εγκαρδιωτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εγκαρδιωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εγκαρδιωτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.