απογοητευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απογοητευτικός η απογοητευτική το απογοητευτικό
      γενική του απογοητευτικού της απογοητευτικής του απογοητευτικού
    αιτιατική τον απογοητευτικό την απογοητευτική το απογοητευτικό
     κλητική απογοητευτικέ απογοητευτική απογοητευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απογοητευτικοί οι απογοητευτικές τα απογοητευτικά
      γενική των απογοητευτικών των απογοητευτικών των απογοητευτικών
    αιτιατική τους απογοητευτικούς τις απογοητευτικές τα απογοητευτικά
     κλητική απογοητευτικοί απογοητευτικές απογοητευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απογοητευτικός < απογοητεύω + -τικός

Επίθετο

απογοητευτικός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.