ενθαρρυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενθαρρυντικός | η | ενθαρρυντική | το | ενθαρρυντικό |
| γενική | του | ενθαρρυντικού | της | ενθαρρυντικής | του | ενθαρρυντικού |
| αιτιατική | τον | ενθαρρυντικό | την | ενθαρρυντική | το | ενθαρρυντικό |
| κλητική | ενθαρρυντικέ | ενθαρρυντική | ενθαρρυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενθαρρυντικοί | οι | ενθαρρυντικές | τα | ενθαρρυντικά |
| γενική | των | ενθαρρυντικών | των | ενθαρρυντικών | των | ενθαρρυντικών |
| αιτιατική | τους | ενθαρρυντικούς | τις | ενθαρρυντικές | τα | ενθαρρυντικά |
| κλητική | ενθαρρυντικοί | ενθαρρυντικές | ενθαρρυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ενθαρρυντικά
- → δείτε τις λέξεις ενθαρρύνω και θάρρος
Μεταφράσεις
ενθαρρυντικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.