εγκαινιασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγκαινιασμός οι εγκαινιασμοί
      γενική του εγκαινιασμού των εγκαινιασμών
    αιτιατική τον εγκαινιασμό τους εγκαινιασμούς
     κλητική εγκαινιασμέ εγκαινιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκαινιασμός < ελληνιστική κοινή ἐγκαινιασμός / ἐγκαινισμός < ἐγκαινίζω < αρχαία ελληνική ἐν + καινίζω < καινός

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɟe.ni.aˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκαινιασμός
παλιότερος συλλαβισμός: εγκαινιασμός

Ουσιαστικό

εγκαινιασμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.