ἐγκαινιασμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐγκαινιασμός | οἱ | ἐγκαινιασμοί |
| γενική | τοῦ | ἐγκαινιασμοῦ | τῶν | ἐγκαινιασμῶν |
| δοτική | τῷ | ἐγκαινιασμῷ | τοῖς | ἐγκαινιασμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἐγκαινιασμόν | τοὺς | ἐγκαινιασμούς |
| κλητική ὦ! | ἐγκαινιασμέ | ἐγκαινιασμοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγκαινιασμώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐγκαινιασμοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐγκαινιασμός < ἐγκαινίζω < ἐν + αρχαία ελληνική καινίζω < καινός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.