εγγυητήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγγυητήριος η εγγυητήρια το εγγυητήριο
      γενική του εγγυητήριου της εγγυητήριας του εγγυητήριου
    αιτιατική τον εγγυητήριο την εγγυητήρια το εγγυητήριο
     κλητική εγγυητήριε εγγυητήρια εγγυητήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγγυητήριοι οι εγγυητήριες τα εγγυητήρια
      γενική των εγγυητήριων των εγγυητήριων των εγγυητήριων
    αιτιατική τους εγγυητήριους τις εγγυητήριες τα εγγυητήρια
     κλητική εγγυητήριοι εγγυητήριες εγγυητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγγυητήριος < εγγυητής + -τήριος

Επίθετο

εγγυητήριος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.