εγγυήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγγυήτρια οι εγγυήτριες
      γενική της εγγυήτριας των εγγυητριών
    αιτιατική την εγγυήτρια τις εγγυήτριες
     κλητική εγγυήτρια εγγυήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγγυήτρια < εγγυητής + -τρια

Ουσιαστικό

εγγυήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.