εγγυητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγγυητικός | η | εγγυητική | το | εγγυητικό |
| γενική | του | εγγυητικού | της | εγγυητικής | του | εγγυητικού |
| αιτιατική | τον | εγγυητικό | την | εγγυητική | το | εγγυητικό |
| κλητική | εγγυητικέ | εγγυητική | εγγυητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγγυητικοί | οι | εγγυητικές | τα | εγγυητικά |
| γενική | των | εγγυητικών | των | εγγυητικών | των | εγγυητικών |
| αιτιατική | τους | εγγυητικούς | τις | εγγυητικές | τα | εγγυητικά |
| κλητική | εγγυητικοί | εγγυητικές | εγγυητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγγυητικός < ελληνιστική κοινή ἐγγυητικός < αρχαία ελληνική ἐγγυητής
Επίθετο
εγγυητικός, -ή, -ό
- που δίνεται ως εγγύηση σε μια οικονομική πράξη
- ο εργολήπτης κατέθεσε εγγυητική επιστολή της τράπεζας ύψους 2.000.000€
Πολυλεκτικοί όροι
- ενέγγυος πίστωση
Μεταφράσεις
εγγυητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.