cyclic

Αγγλικά (en)

Επίθετο
cyclic (en)
- κυκλικός, που χαρακτηρίζεται από εναλλαγή (κύκλο)
- (χημεία) κυκλικός, για ένωση που έχει ένα δακτύλιο
- cyclic hydrocarbons - κυκλικοί υδρογονάνθρακες
- (μαθηματικά) εγγράψιμος σε κύκλο (για γεωμετρικά σχήματα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.