cyclic

Αγγλικά (en)

Επίθετο

cyclic (en)

  1. κυκλικός, που χαρακτηρίζεται από εναλλαγή (κύκλο)
  2. (χημεία) κυκλικός, για ένωση που έχει ένα δακτύλιο
    cyclic hydrocarbons - κυκλικοί υδρογονάνθρακες
  3. (μαθηματικά) εγγράψιμος σε κύκλο (για γεωμετρικά σχήματα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.