εγγαστρίμυθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εγγαστρίμυθος | η | εγγαστρίμυθη | το | εγγαστρίμυθο |
| γενική | του | εγγαστρίμυθου | της | εγγαστρίμυθης | του | εγγαστρίμυθου |
| αιτιατική | τον | εγγαστρίμυθο | την | εγγαστρίμυθη | το | εγγαστρίμυθο |
| κλητική | εγγαστρίμυθε | εγγαστρίμυθη | εγγαστρίμυθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εγγαστρίμυθοι | οι | εγγαστρίμυθες | τα | εγγαστρίμυθα |
| γενική | των | εγγαστρίμυθων | των | εγγαστρίμυθων | των | εγγαστρίμυθων |
| αιτιατική | τους | εγγαστρίμυθους | τις | εγγαστρίμυθες | τα | εγγαστρίμυθα |
| κλητική | εγγαστρίμυθοι | εγγαστρίμυθες | εγγαστρίμυθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εγγαστρίμυθος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγγαστρίμυθος < φράση[1] «ἐν γαστρί μῦθος» (που μιλά από την κοιλιά) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ventriloque[2]
Επίθετο
εγγαστρίμυθος, -η, ο
- που μπορεί να προφέρει λέξεις χωρίς να κινεί τα χείλη δίνοντας την εντύπωση πως μιλάει κάποιος άλλος
Συγγενικά
- εγγαστριμυθία
Μεταφράσεις
εγγαστρίμυθος
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- εγγαστρίμυθος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.