ἐγγαστρίμυθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐγγαστρίμυθος | τὸ | ἐγγαστρίμυθον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐγγαστριμύθου | τοῦ | ἐγγαστριμύθου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐγγαστριμύθῳ | τῷ | ἐγγαστριμύθῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐγγαστρίμυθον | τὸ | ἐγγαστρίμυθον | ||
| κλητική ὦ! | ἐγγαστρίμυθε | ἐγγαστρίμυθον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐγγαστρίμυθοι | τὰ | ἐγγαστρίμυθᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐγγαστριμύθων | τῶν | ἐγγαστριμύθων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐγγαστριμύθοις | τοῖς | ἐγγαστριμύθοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐγγαστριμύθους | τὰ | ἐγγαστρίμυθᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐγγαστρίμυθοι | ἐγγαστρίμυθᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐγγαστριμύθω | τὼ | ἐγγαστριμύθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐγγαστριμύθοιν | τοῖν | ἐγγαστριμύθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ἐγγαστρίμυθος, -ος, -ον
- εγγαστρίμυθος, που μιλάει από την κοιλιά, χωρίς να κινεί τα χείλη (συνήθως για γυναίκες που χρησμοδοτούν)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἐγγαστρίμυθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.