εβένινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εβένινος | η | εβένινη | το | εβένινο |
| γενική | του | εβένινου | της | εβένινης | του | εβένινου |
| αιτιατική | τον | εβένινο | την | εβένινη | το | εβένινο |
| κλητική | εβένινε | εβένινη | εβένινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εβένινοι | οι | εβένινες | τα | εβένινα |
| γενική | των | εβένινων | των | εβένινων | των | εβένινων |
| αιτιατική | τους | εβένινους | τις | εβένινες | τα | εβένινα |
| κλητική | εβένινοι | εβένινες | εβένινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εβένινος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐβένινος < ἔβεν(ος) + -ινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈve.ni.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐βέ‐νι‐νος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έβενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.