εικοσαπλάσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εικοσαπλάσιος | η | εικοσαπλάσια | το | εικοσαπλάσιο |
| γενική | του | εικοσαπλάσιου | της | εικοσαπλάσιας | του | εικοσαπλάσιου |
| αιτιατική | τον | εικοσαπλάσιο | την | εικοσαπλάσια | το | εικοσαπλάσιο |
| κλητική | εικοσαπλάσιε | εικοσαπλάσια | εικοσαπλάσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εικοσαπλάσιοι | οι | εικοσαπλάσιες | τα | εικοσαπλάσια |
| γενική | των | εικοσαπλάσιων | των | εικοσαπλάσιων | των | εικοσαπλάσιων |
| αιτιατική | τους | εικοσαπλάσιους | τις | εικοσαπλάσιες | τα | εικοσαπλάσια |
| κλητική | εικοσαπλάσιοι | εικοσαπλάσιες | εικοσαπλάσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εικοσαπλάσιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.