εικοσαετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικοσαετία οι εικοσαετίες
      γενική της εικοσαετίας των εικοσαετιών
    αιτιατική την εικοσαετία τις εικοσαετίες
     κλητική εικοσαετία εικοσαετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικοσαετία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εικοσαετία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.