εικοσάρι
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
εικοσάρι ουδέτερο
- ποσό είκοσι μονάδων (ευρώ, δραχμών, δολαρίων κλπ)
- ↪ μου στοίχισε ένα εικοσάρι η επισκευή του ποδηλάτου
- → δείτε και τη λέξη εικοσάρικο
- ο ανώτερος σχολικός βαθμός αξιολόγησης στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.