εικοσάρι

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

εικοσάρι < είκοσι + -άρι

Ουσιαστικό

εικοσάρι ουδέτερο

  1. ποσό είκοσι μονάδων (ευρώ, δραχμών, δολαρίων κλπ)
    μου στοίχισε ένα εικοσάρι η επισκευή του ποδηλάτου
     δείτε και τη λέξη εικοσάρικο
  2. ο ανώτερος σχολικός βαθμός αξιολόγησης στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση
    πήρε το πρώτο του εικοσάρι στα μαθηματικά
     συνώνυμα: είκοσι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.