δύσληπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύσληπτος η δύσληπτη το δύσληπτο
      γενική του δύσληπτου της δύσληπτης του δύσληπτου
    αιτιατική τον δύσληπτο τη δύσληπτη το δύσληπτο
     κλητική δύσληπτε δύσληπτη δύσληπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύσληπτοι οι δύσληπτες τα δύσληπτα
      γενική των δύσληπτων των δύσληπτων των δύσληπτων
    αιτιατική τους δύσληπτους τις δύσληπτες τα δύσληπτα
     κλητική δύσληπτοι δύσληπτες δύσληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δύσληπτος < ελληνιστική κοινή δύσληπτος < αρχαία ελληνική δύσ- + λαμβάνω

Επίθετο

δύσληπτος, -η, -ο

  1. (λόγιο) δυσνόητος
  2. που λαμβάνεται δύσκολα (π.χ. κάποιο φάρμακο ή ουσία)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.