αναδομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναδομώ < αναδόμηση + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός) < ανα- + δόμηση < (ελληνιστική κοινή) δόμησις < δέμω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *demh₂- (χτίζω)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδομώ | αναδομούσα | θα αναδομώ | να αναδομώ | αναδομώντας | |
| β' ενικ. | αναδομείς | αναδομούσες | θα αναδομείς | να αναδομείς | (αναδόμει) | |
| γ' ενικ. | αναδομεί | αναδομούσε | θα αναδομεί | να αναδομεί | ||
| α' πληθ. | αναδομούμε | αναδομούσαμε | θα αναδομούμε | να αναδομούμε | ||
| β' πληθ. | αναδομείτε | αναδομούσατε | θα αναδομείτε | να αναδομείτε | αναδομείτε | |
| γ' πληθ. | αναδομούν(ε) | αναδομούσαν(ε) | θα αναδομούν(ε) | να αναδομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδόμησα | θα αναδομήσω | να αναδομήσω | αναδομήσει | ||
| β' ενικ. | αναδόμησες | θα αναδομήσεις | να αναδομήσεις | αναδόμησε | ||
| γ' ενικ. | αναδόμησε | θα αναδομήσει | να αναδομήσει | |||
| α' πληθ. | αναδομήσαμε | θα αναδομήσουμε | να αναδομήσουμε | |||
| β' πληθ. | αναδομήσατε | θα αναδομήσετε | να αναδομήσετε | αναδομήστε | ||
| γ' πληθ. | αναδόμησαν αναδομήσαν(ε) |
θα αναδομήσουν(ε) | να αναδομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδομήσει | είχα αναδομήσει | θα έχω αναδομήσει | να έχω αναδομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδομήσει | είχες αναδομήσει | θα έχεις αναδομήσει | να έχεις αναδομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναδομήσει | είχε αναδομήσει | θα έχει αναδομήσει | να έχει αναδομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδομήσει | είχαμε αναδομήσει | θα έχουμε αναδομήσει | να έχουμε αναδομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδομήσει | είχατε αναδομήσει | θα έχετε αναδομήσει | να έχετε αναδομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναδομήσει | είχαν αναδομήσει | θα έχουν αναδομήσει | να έχουν αναδομήσει |
| |
Μεταφράσεις
αναδομώ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.