φιλοδυτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλοδυτικός | η | φιλοδυτική | το | φιλοδυτικό |
| γενική | του | φιλοδυτικού | της | φιλοδυτικής | του | φιλοδυτικού |
| αιτιατική | τον | φιλοδυτικό | τη | φιλοδυτική | το | φιλοδυτικό |
| κλητική | φιλοδυτικέ | φιλοδυτική | φιλοδυτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλοδυτικοί | οι | φιλοδυτικές | τα | φιλοδυτικά |
| γενική | των | φιλοδυτικών | των | φιλοδυτικών | των | φιλοδυτικών |
| αιτιατική | τους | φιλοδυτικούς | τις | φιλοδυτικές | τα | φιλοδυτικά |
| κλητική | φιλοδυτικοί | φιλοδυτικές | φιλοδυτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φιλοδυτικός
- που πρόσκειται, συμφωνεί με την εξωτερική πολιτική η οποία είναι φιλικά διακείμενη προς τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη (άλλοτε σε αντιδιαστολή προς τις επιρροές της Ρωσίας ή της ΕΕΣΔ και των ανατολικών ευρωπαϊκών κρατών του συμφώνου της Βαρσοβίας) αλλά συχνά σε αντιδιαστολή και προς τα κράτη των Βαλκανίων ή και της Μέσης Ανατολής (με το τσιτάτο του 1960 και του 1970 "ανήκομεν εις την Δύσιν")
- που θεωρεί καλύτερο πρότυπο πολιτισμικής ταυτότητας, το δυτικοευρωπαϊκό ή και το αμερικανικό (ως μη "ανατολικά" όσον αφορά στη Ρωσία και ως μη "ανατολίτικα" όσον αφορά στην αντίστοιχη βαλκανική και μεσανατολική επιρροή)
Μεταφράσεις
φιλοδυτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.